μετουσία

μετουσία
η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ἡ θεία μετουσία» — η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία
αρχ.
1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.)
2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα
3. (φιλοσ.) συμμετοχή τού μέρους στο σύνολο, στο όλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετουσία — μετουσίᾱ , μετουσία participation fem nom/voc/acc dual μετουσίᾱ , μετουσία participation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίᾳ — μετουσίαι , μετουσία participation fem nom/voc pl μετουσίᾱͅ , μετουσία participation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίας — μετουσίᾱς , μετουσία participation fem acc pl μετουσίᾱς , μετουσία participation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαι — μετουσία participation fem nom/voc pl μετουσίᾱͅ , μετουσία participation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαν — μετουσίᾱν , μετουσία participation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαις — μετουσία participation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • μετουσιασμός — μετουσιασμός, ὁ (Μ) μετουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ουσιασμός (μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μετουσιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՂՈՐԴԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0009 Chronological Sequence: 8c ա. Առաւել հաղորդ գտեալ. *(Հրեշտակք) առաւել քան զմիայն էս, եւ անբանապէս կենդանիս, եւ քան զմեզ բանաւորականս՝ աստուածպետութեանն հաղորդութեան հաղորդագոյնք եղեն. Դիոն. երկն.: յն. ἑν μετουσία լտ. antecellentes …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”